- ἀνοικείωτα
- ἀνοικείωτοςnot to be adaptedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανοικείωτος — ἀνοικείωτος, ον (Α) [οικειώ] ο άσχετος, ο ξένος («ἀνοικείωτα ἀλλήλοις» Μ. Αντωνίνος) … Dictionary of Greek